κοινωμάτιον
Смотреть что такое "κοινωμάτιον" в других словарях:
κοινωματίοις — κοινωμάτιον band neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωμάτιο — το (Α κοινωμάτιον) νεοελλ. είδος αμφικέφαλου ήλου για μόνιμη ήλωση μεταλλικών ελασμάτων, κν. περτσίνι αρχ. σιδερένιος αρμός, δεσμός, σύνδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίνωμα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek